- σαφηγορίς
- -ίδος, ἡ, Ααυτή που μιλάει καθαρά, αυτή που λέει την αλήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος τ. θηλ. τού αμάρτυρου επιθ. *σαφήγορος (< σάφα / σαφής + ἀγορεύω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαφηγορίς — speaking clearly fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)